κωνικῶς

κωνικῶς
κωνικός
cone-shaped
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κωνικός — ή, ό (Α κωνικός, ή, όν) [κώνος] 1. αυτός που έχει σχήμα κώνου 2. αυτός που ανήκει στο γεωμετρικό σχήμα κώνος («κωνική τομή» καμπύλη που σχηματίζεται από την τομή ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου). επίρρ... κωνικώς και ά με σχήμα κώνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”